Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πεπλατυσμένη,


Ερμηνεία:

 [πεπλατυσμένος, -η, -ο (αυτός που έχει πλατυνθεί, μετοχή πατρακειμένου του ρ. πλατύνω] 



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) πλάτος < πλατύς < πλατεία < πλατύνω], Καινή Διαθήκη 9 φορές](ευρύς, φαρδύς), πλατύνω Κ.Δ., Κατά Ματθ. 3 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 …σιμὴ καὶ πεπλατυσμένη ρίς του[Πάσχα Ρωμέϊκο]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: